- καλάρω
- 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα3. (για πλοία) α) έχω βύθισμα («μόλις δύο πόδια καλάρει η ψαρόβαρκα»)β) διαρρέω, έχω διαρροή, κάνω νερά4. μτφ. πείθω ή κατευνάζω κάποιον, τόν καταφέρνω, τόν φέρνω σε λογαριασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calare].
Dictionary of Greek. 2013.