καλάρω

καλάρω
1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω
2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα
3. (για πλοία) α) έχω βύθισμα («μόλις δύο πόδια καλάρει η ψαρόβαρκα»)
β) διαρρέω, έχω διαρροή, κάνω νερά
4. μτφ. πείθω ή κατευνάζω κάποιον, τόν καταφέρνω, τόν φέρνω σε λογαριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλάρω — καλάρω, καλάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλάρω — (λ. ιταλ.), καλάρισα και κάλαρα 1. ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για αλιεία: Καλαρίσαμε τα δίχτυα από πολύ πρωί. 2. έχω βύθισμα: Το βαπόρι καλάρει δέκα ποδάρια. 3. πείθω κάποιον, τον καταφέρνω: Τον κάλαρα και δέχτηκε την πρόταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλάρισμα — το [καλάρω] 1. (για τα ιστία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλάρω* 2. (για δίχτια) το ρίξιμό τους στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοίο) η διαρροή …   Dictionary of Greek

  • μανκάρω — 1. (για τον άνεμο) κοπάζω ξαφνικά 2. (για ναυτικούς χειρισμούς) αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mancare (πρβλ. καλάρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”